Ο Μοσκοβισί υπενθυμίζει στο υπουργείο Υγείας τις δεσμεύσεις στα θέματα φαρμακευτικής πολιτικής
Ο Μοσκοβισί υπενθυμίζει στο υπουργείο Υγείας τις δεσμεύσεις στα θέματα φαρμακευτικής πολιτικής
Σαφώς υπέρ των δομικών μεταρρυθμίσεων και κατά των οριζόντιων λογικών του υπουργείου Υγείας τάσσεται ο επίτροπος Μοσκοβισί, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της ευρωβουλευτού του S&D, Εύας Καϊλή.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πιερ Μοσκοβισί ερωτήθηκε από την κα Καϊλή αν η Επιτροπή είναι πρόθυμη να αποδεχτεί μία τεχνητή μείωση του clawback, της επιστροφής χρημάτων που πληρώνουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις αν η δαπάνη υπερβεί τα όρια που θέτει ο ΕΟΠΥΥ, μεταφέροντάς τη σε ένα αυξημένο rebate. Πρόκειται φυσικά για το περίφημο και αυθαίρετο 25% «τέλος εισόδου» στην αγορά, που προτίθεται να βάλει το Υπουργείο στα νέα φάρμακα, με ορατό κίνδυνο να προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις στην έλευση ή ακόμα και ελλείψεις για τις νέες θεραπείες στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, στην απάντησή του ο κ. Μοσκοβισί, χρησιμοποιώντας την προσεκτική, διπλωματική γλώσσα των Βρυξελλών, αναφέρει μία προς μία τις δομικές μεταρρυθμίσεις στην Υγεία που υπάρχουν στο μνημόνιο, στις οποίες έχει συμφωνήσει η Ελληνική Κυβέρνηση. Για αυτούς που γνωρίζουν να διαβάζουν τις ανακοινώσεις των Βρυξελλών, η συγκεκριμένη απάντηση του Πιερ Μοσκοβισί κομψά μεν, αλλά με σαφήνεια, αποδοκιμάζει τις προθέσεις του Υπουργείου, «υπενθυμίζοντας» στον Υπουργό τι έχει ο ίδιος και η Κυβέρνησή του συμφωνήσει. Σειρά, δηλαδή, δομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης, η δημιουργία Οργανισμού Αξιολόγησης Τεχνολογίας της Υγείας, οι συμφωνίες όγκου – τιμής, η αποζημίωση με βάση την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, η εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων, κλπ.
Επαναλαμβάνει δε ρητά πως «σύμφωνα με το μνημόνιο «πρέπει να εφαρμοστούν διαρθρωτικά μέτρα για τη μείωση του clawback κατά 30% ανά έτος.»
Το Υπουργείο Υγείας μπορεί να κάνει πως δεν ακούει, μπορεί να συνεχίσει να επιδεικνύει αποστροφή προς οτιδήποτε απαιτεί ουσιαστική και εις βάθος δουλειά. Δεν μπορεί όμως να διακινδυνεύει το υπέρτατο δικαίωμα των ασθενών, αυτό της πρόσβασης στη καλύτερη δυνατή θεραπεία και στην ποιότητα διαβίωσης.