Παραμύθια για μεγάλα παιδιά

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά
5 Μαΐου, 2011

Παραμύθια για μεγάλα παιδιά

Τα μαγικά παπούτσια, ο ανεπρόκοπος βασιλιάς, ο πονηρός πραματευτής και η κόρη Ειρηνούλα Της Μαριάνας Πυργιώτη Μια φορά κι έναν καιρό -συγκεκριμένα πριν λίγες μέρες- μια κυρία η οποία ταξίδευε στο εξωτερικό αγόρασε από γνωστό υπερδημοφιλές πολυεθνικό κατάστημα ένα ζευγάρι δερμάτινα ίσια παπούτσια. Η κυρία πλήρωσε 40 ευρώ, ήταν ενθουσιασμένη και είχε μία απορία. Πού κατασκευάστηκαν; Η απάντηση είναι, κατασκευάστηκαν στην Ινδία. Γι' αυτό και μετά από όλα τα προστιθέμενα έξοδα, η τελική τιμή στη βιτρίνα ήταν μόνο 40 ευρώ. Πόσο "μαγικά" είναι όμως τα παπούτσια; Πολύ λιγότερο απ' όσο νομίζει η κυρία. Σε παλιές δραχμές η τιμή τους θα ήταν περίπου 13.000. Αν δεν με απατά η μνήμη μου -που δεν με απατά- αυτή ήταν τιμή για τα λεγόμενα "καλά" παπούτσια της αγοράς πριν την επέλαση του ευρώ. Τα "πολύ καλά" μπορεί και να είχαν έως διπλάσια τιμή, ανάλογα με την επωνυμία του σχεδιαστή. Σήμερα όμως τα 40 ευρώ θεωρούνται "κελεπούρι" και τα αντίστοιχα "πολύ καλά" κυμαίνονται πάνω από τα 250 ευρώ ή κοντά στις 80.000-90.000 δρχ. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά στο παραμύθι αυτό. Ότι πριν μερικά χρόνια εμείς εδώ στην Ελλάδα κατασκευάζαμε πολύ καλά παπούτσια -ποιοτικά και σχεδιαστικά- και ανταγωνιζόμασταν επί ίσοις όροις τους ξένους. Γιατί άραγε σήμερα τα εισάγουμε αντί να έχουμε αναπτυχθεί σ' αυτή την "ακριβή αγορά" ανάλογα με την Ιταλία, την Ισπανία ή τη Γαλλία; Με άλλα λόγια, αφού πετύχαμε να ξεφύγουμε από αυτό που ήμασταν κάποτε, η "Ινδία" της παλιάς Ευρώπης με το φτηνό εργατικό δυναμικό που μας έστελναν οι ξένοι "φασόν" παραγγελίες, γιατί δεν γίναμε η "Ιταλία" εκεί που είχαμε πλεονέκτημα; Ρωτήστε από τη μια τους πολιτικούς που πέρασαν από τα αναπτυξιακά υπουργεία και στόχευαν αλλού για αλλού μαζί με τους "φωστήρες" συμβούλους τους σε οργανισμούς τύπου ΟΠΕ, κι από την άλλη τον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος αντίστοιχα ποτέ δεν αυτοοργανώθηκε σοβαρά και στοχευμένα ώστε να χτίσουμε υπεραξίες και εμπορικά brand names. Οπότε, δεν ζήσαμε εμείς καλά και οι άλλοι έζησαν πολύ καλύτερα... Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς -για την ακρίβεια δυο τρεις, μη σας πω παραπάνω- που δεν μπορούσε να φέρει σε λογαριασμό την οικονομική κατάσταση στο βασίλειό του. Από τη μια ξόδευε αλόγιστα και δανειζόταν για να πληρώνει μισθούς, πολυτελή ζωή για πολλούς άχρηστους κηφήνες, μεγάλα πανάκριβα έργα κτλ., κι από την άλλη ρήμαζε στους φόρους όσους δούλευαν και εμπορεύονταν, παρήγαγαν και δημιουργούσαν πλούτο στη χώρα. Και κάποια στιγμή φυσικά το σύστημα του βασιλιά χρεοκοπούσε, με αποτέλεσμα να πωλούνται όχι μόνο τα ασημικά και τα κοσμήματα, αλλά ακόμη και έπιπλα του παλατιού. Μη βιαστείτε να υποθέσετε ότι αυτή η ιστοριούλα είναι μία ακόμη γλαφυρή περιγραφή της ελληνικής πραγματικότητας. Είναι η περιγραφή της πραγματικότητας περασμένων αιώνων στη γαλλική βασιλική αυλή και εξηγεί γιατί σε αντίθεση με άλλα παλάτια, όπως π.χ το Ερμιτάζ, τα περισσότερα έπιπλα στις Βερσαλλίες είναι αντίγραφα, αφού τα πρωτότυπα πήγαν για αποπληρωμή χρεών.¨ Μια φορά κι έναν καιρό ένας χωρικός έδωσε στον γιο του το καλοθρεμμένο γουρούνι της οικογένειας να το πάει στο μεγάλο παζάρι, να το πουλήσει και να φέρει πίσω τα λεφτά. Και του έδωσε συμβουλές για το πώς να πιάσει καλή τιμή, πόσα πράγματα χρειάζονταν για το σπίτι και πόσο σημαντικά ήταν τα λεφτά που θα έπαιρναν. Μόνο που ο γιος ήταν και τεμπελάκος και κακομαθημένος και άσχετος με τη δουλειά, τόσο του πατέρα του όσο και του εμπόρου. Οπότε, πηγαίνοντας προς την πόλη έπεσε πάνω σ' έναν πονηρό πραματευτή που τον ψυχολόγησε αμέσως κι άρχισε να τον παζαρεύει: "Πού θα τρέχεις τόσες ώρες μέσα στο λιοπύρι μέχρι το παζάρι... Κι αν σκάσει το γουρούνι από τη ζέστη, τι θα πεις στον πατέρα σου; Τι νομίζεις, έτσι που θα σας δουν ταλαίπωρους μπορεί και να μη το αγοράσει κανείς... Άσε που και να πάρεις κάποια λεφτά -πολύ λίγα για τόσο ωραίο ζώο- θα φας κάτι, θα πάρεις κανένα ζευγάρι παπούτσια γιατί αυτά που φοράς θα έχουν χαλάσει από τόσο περπάτημα, θα κοιμηθείς σε κανένα χάνι γιατί θα είσαι κουρασμένος, και τι θα φέρεις πίσω; Πενταροδεκάρες, και θα έχεις πουλήσει και το γουρούνι...". Πες, πες, ο γιος -που ήδη βαριόταν- τον ρώτησε τελικά "Και τι να κάνω;". "Να μου το πουλήσεις εμένα! Θα σου δώσω ένα ολόκληρο νόμισμα, ένα ζευγάρι παπούτσια κι ένα καπέλο για τον πατέρα σου. Αλλά το πιο σημαντικό; Θα σου δώσω αυτό το σακούλι με σπόρους ελιάς, να τους φυτέψεις και να παίρνετε το λάδι τους για εκατό χρόνια και βάλε. Πολλά λεφτά για σένα και τα παιδιά σου ακόμη". Και ο γιος συμφώνησε. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια νέα κοπέλα πολύ έξυπνη και πολύ δραστήρια, που αφού σπούδασε, πήγε στα ξένα μετανάστρια, διέπρεψε σαν επιστήμων και ήταν εξαιρετική στη δουλειά της. Η Ειρηνούλα -έτσι την έλεγαν- δυστυχώς δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε δική της οικογένεια, αλλά είχε την παρηγοριά ότι ενώ η ίδια μεγάλωσε, αποσύρθηκε από τη δουλειά και ζούσε ακόμη ο πατέρας της. Ε, κάποτε ο υπέργηρος πια πατέρας πέθανε και η ηλικιωμένη πια Ειρηνούλα, που παρέμενε στα ξένα, πήρε μια επιταγή: Τη σύνταξη του μακαρίτη ως ανύπαντρη κόρη στρατιωτικού... Τώρα, επειδή όπως είπαμε ήταν μια χαρά άνθρωπος, αντέδρασε, αλλά όπως έμαθε, μια που δεν έπαιρνε άλλη σύνταξη, μια που εργαζόταν ιδιωτικά και εκεί το σύστημα ασφάλισης και συνταξιοδότησης είναι διαφορετικό, ήταν καθ' όλα νόμιμη! Υπολόγισε λοιπόν η ανύπαντρη κόρη ότι ο πατέρας της υπηρέτησε 25 χρόνια, έπαιρνε σύνταξη επί 44 χρόνια, και αν αυτή ζήσει άλλα 20-30 χρόνια, το ελληνικό κράτος θα έχει καταβάλει τη συγκεκριμένη σύνταξη επί 64-74 χρόνια. Και όπως μου είχε πει πριν δέκα χρόνια, όταν δηλαδή μου είχε διηγηθεί την περίπτωσή της: "Πες μου εσύ, πόσο μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο σύστημα;". Για την ιστορία, η Ειρηνούλα -δόξα τω Θεώ- ζει και βασιλεύει. Για εμάς όμως ανησυχεί! πηγή : http://www.makthes.gr/news/politics/73000/

Σχόλια