Συζητήθηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης

Συζητήθηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης
11 Σεπτεμβρίου, 2013

Συζητήθηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης

και Δικαιοσύνης της Βουλής ο νέος κώδικας περί δικηγόρων. Στην εισήγησή της επί του σχεδίου του νέου κώδικα η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ Θ. Τζάκρη τόνισε πως «πρέπει να υπογραμμισθεί και να επαναληφθεί σε όλους τους τόνους ότι ο δικηγόρος δεν είναι έμπορος και συνεπώς δεν επιδιώκει να θέλξει τον πελάτη, αλλά να τον οδηγήσει στην οδό της δικαιοσύνης, έτσι ώστε εξυπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον, να λάμψει η αλήθεια. Συνεπής με τις προτεραιότητες αυτές του δικηγορικού λειτουργήματος είναι ο παρών κώδικας, καθώς στο άρθρο 5 του επαναλαμβάνει τις αρχές που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος». Το κεφάλαιο Β του κώδικα, ανέφερε η κ. Τζάκρη, διέπει το καθεστώς κτήσης της δικηγορικής ιδιότητας και στο άρθρο 13 προβλέπει εναλλακτικές μορφές άσκησης, για παράδειγμα στις ανεξάρτητες αρχές ή στις γραμματείες των δικαστηρίων, πράγμα που εξασφαλίζει στον ασκούμενο δικηγόρο ένα στοιχειώδες ποσό αμοιβής, γιατί σήμερα είναι κοινός τόπος ότι οι ασκούμενοι των δικηγορικών γραφείων υποπληρώνονται ή δεν αμείβονται καν και απασχολούνται κυρίως σε γραμματειακές αρμοδιότητες. Επιπλέον, στο άρθρο 14 προβλέπεται η σύσταση Ειδικής Επιτροπής Εποπτείας κατά την άσκηση στην οποία εκτός από τον Πρόεδρο και δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου μετέχουν και δύο δικηγόροι, μέλη του δικηγορικού συλλόγου με τουλάχιστον πενταετή εμπειρία. Στο άρθρο 15§1γ', σύμφωνα με την κ. Τζάκρη, εισάγεται μία σημαντική δικλείδα ασφαλείας για το δικηγορικό λειτούργημα, καθώς αναφέρεται στους αποφοίτους των λεγόμενων κολλεγίων τα οποία με μία σύμβαση franchising ονομάζονται παραρτήματα ευρωπαϊκών πανεπιστημίων στην Ελλάδα και παρέχουν πτυχίο νομικής για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των εννέα σχεδόν χιλιάδων το χρόνο, δηλαδή για τέσσερα έτη μόνο για δίδακτρα σχεδόν 36.000 ευρώ στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Όπως ανέφερε η κ. Τζάκρη, στα κολλέγια αυτά, που διαθέτουν μόνο ή κατά κύριο λόγο «νομικές σχολές», παιδαγωγικοί διευθυντές είναι πτυχιούχοι ή στην καλύτερη περίπτωση διδάκτορες θετικών επιστημών και όχι εγνωσμένου κύρους νομικοί, ενώ ως καθηγητές προσλαμβάνονται διδάκτορες νομικής, πολλές φορές χωρίς δημοσιεύσεις ή προηγούμενη διδακτική εμπειρία, που αντιμετωπίζονται από τους φοιτητές και τα κολλέγια ως υπάλληλοι που υποχρεούνται να τους περάσουν στο μάθημα. Στα κακώς αυτά κείμενα επιδιώκει να βάλει τέλος το εδάφιο αυτό, θα πρέπει όμως, σύμφωνα με τη βουλευτή, η δοκιμασία επάρκειας που προβλέπεται να είναι αξιοκρατική και να διενεργείται με υψηλές απαιτήσεις, όπως αφήνει να εννοηθεί το άρθρο 16 που ορίζει τα μέλη της μόνιμης επιτροπής δοκιμασίας επάρκειας. Επιπλέον, όπως ανέφερε η βουλευτής, στο άρθρο 17§3 θεωρείται ως επιτυχών αυτός που έχει λάβει 5 στα 10 και τόνισε ότι πρέπει να αυξηθεί ο απαιτούμενος βαθμός στο 6 στα 10, όπως απαιτείται για την επιτυχία στις εξετάσεις των ασκουμένων. Η κ. Τζάκρη χαρακτήρισε εκσυγχρονισμό του θεσμού την καθιέρωση του πανελλήνιου διαγωνισμού των ασκουμένων δικηγόρων, αφού καθιερώνονται γραπτές εξετάσεις σε πανελλήνιο επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και το αδιάβλητο της διαδικασίας (άρθρα 19 ως 22). Το κεφάλαιο Γ του κώδικα, ανέφερε η κ. Τζάκρη, ορίζει τα σχετικά με τη σταδιοδρομία και την εξέλιξη του δικηγόρου. Η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε ειδικότερα στο άρθρο 29, στο οποίο ορίζονται τα σχετικά με την υποχρέωση των δικηγορικών συλλόγων να εκδίδουν κάθε χρόνο ταυτότητες των μελών τους. Όπως ανέφερε η βουλευτής, σε συνδυασμό και με το άρθρο 30§7 ορθά δίνεται η δυνατότητα συμψηφισμού του ποσού που δίνει ο δικηγόρος για την ανανέωση της ταυτότητας του με την αξίωσή του για τα μερίσματα, γιατί σήμερα, ειδικά για τους νέους δικηγόρους των μεγάλων κυρίως δικηγορικών συλλόγων, οι οποίοι μετά βίας βγάζουν τα προς το ζην, το ποσό των 200 τουλάχιστον ευρώ κάθε χρόνο δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Στο κεφάλαιο Δ γίνεται μνεία για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικηγόρου. Πιο συγκεκριμένα η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε στο άρθρο 35, όπου ορίζεται πλέον ρητά υποχρέωση του δικηγόρου να ενημερώνει τον εντολέα του και για τις εναλλακτικές μορφές επίλυσης της διαφοράς, δηλαδή για παράδειγμα για τη διαμεσολάβηση, πράγμα που συνάδει με το αίτημα της εποχής και τη βούληση της Πολιτείας για προώθηση του συγκεκριμένου θεσμού και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Επιπλέον, όπως τόνισε η κ. Τζάκρη, η ρητή κατοχύρωση του θεσμού της διαμεσολάβησης ακολουθεί στο άρθρο 36§1, ενώ στο άρθρο 36§2 υπογραμμίζεται και επαναλαμβάνεται η δυνατότητα του δικηγόρου να επικυρώνει, να μεταφράζει έγγραφα και να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής, ενέργειες που αποτελούν μέρος του περιεχομένου του έργου του και στο άρθρο 40 ορίζονται τα σχετικά με την προβολή του δικηγόρου και δίνεται έτσι η δυνατότητα στους νέους δικηγόρους να γίνουν γνωστοί στο κοινό. Στο κεφάλαιο Ε προβλέπονται οι διατάξεις για τις εναλλακτικές μορφές δικηγορίας, δηλαδή η έμμισθη εντολή και οι δικηγορικές εταιρείες. Στο σημείο αυτό η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε αναλυτικά σε έναν θεσμό που προσομοιάζει σε αυτόν των εμμίσθων δικηγόρων και συναντάται στη Γαλλία, πρόκειται για τον θεσμό των juriste d'enterprise, δηλαδή των νομικών των επιχειρήσεων. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά, ανέφερε η κ. Τζάκρη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι απόφοιτοι νομικών σχολών οι οποίοι όμως δεν είναι δικηγόροι, δηλαδή δεν έχουν επιτύχει στις εξετάσεις κάποιου δικηγορικού συλλόγου, αμείβονται συνεπώς με σαφώς λιγότερα χρήματα από τον απόφοιτο νομικής-δικηγόρο. Προφανώς, όπως ανέφερε η βουλευτής, οι κρατούντες της τρόικας ως εμμίσθους δικηγόρους έχουν ακριβώς αυτή την κατηγορία νομικών στο μυαλό τους, ωστόσο η αντιστοίχιση αυτή είναι λανθασμένη. Στην Ελλάδα οι έμμισθοι δικηγόροι είναι επιτυχόντες των εξετάσεων δικηγόρων και παρίστανται κανονικά στα δικαστήρια, άρα δεν μπορούν να εξομοιωθούν με ανειδίκευτους εργάτες, όπως ανέφερε η βουλευτής. Και συγκεκριμένα τα επίμαχα άρθρα 44 και 46 του Κώδικα αφορούν στα θεμελιώδη ζητήματα που άπτονται στην ουσιαστική άσκηση της δικηγορίας και δεν μπορούμε να μην επιμείνουμε, όπως τόνισε, στην ανάγκη να επανακατοχυρωθεί το δικαίωμα των εμμίσθων συναδέλφων σε ελάχιστη αμοιβή. Σε καμία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία δεν νοείται, όπως ανέφερε η κ. Τζάκρη, παροχή υπηρεσιών που προσιδιάζουν σε σχέση εξαρτημένης εργασίας χωρίς να κατοχυρώνεται δικαίωμα του εργαζομένου σε ελάχιστη αμοιβή. Ο έμμισθος δικηγόρος όμως δεν είναι ανειδίκευτος εργάτης και δεν μπορεί να παίρνει το βασικό μισθό του ανειδίκευτου εργάτη. Συνέχισε δε λέγοντας ότι «τέτοιου είδους «μέτρα» που λαμβάνονται από την εκτελεστική εξουσία με επίκληση επιταγών της τρόικας, αλλά στην πραγματικότητα προς όφελος των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και άλλων επιχειρήσεων που ασκούν μαζικά ένδικα βοηθήματα στα δικαστήρια της χώρας (π.χ. για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, ή για έκδοση διαταγών πληρωμής) προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε δικηγορικές υπηρεσίες με εξευτελιστικές αμοιβές, προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μία αξιοπρεπή διαβίωση, υπονομεύουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και, κατ' επέκταση, την απονομή της Δικαιοσύνης, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών και τέλος παραβιάζουν την ισότητα των όπλων ενώπιον των δικαστικών αρχών, με θύμα τον ίδιο τον πολίτη. Για το λόγο αυτό, τόνισε η κ. Τζάκρη, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 44 δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη φράση «ελεύθερη συμφωνία», αλλά να καθορίζει μία ελάχιστη αμοιβή. «Η διαρκής προώθηση αποσπασματικών ρυθμίσεων για την εξυπηρέτηση σκοπών ή σκοπιμοτήτων άσχετων ή αντίθετων προς τη χρηστή απονομή της Δικαιοσύνης, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην επίλυση κανενός προβλήματος, αλλά αντιθέτως επιτείνει τις ήδη υπάρχουσες δυσλειτουργίες», κατέληξε η βουλευτής. Προς θετική κατεύθυνση ανέφερε η κ. Τζάκρη ότι βρίσκονται όσα ορίζονται στο άρθρο 48επ σχετικά με τις δικηγορικές εταιρείες. «Οι διατάξεις αυτές προωθούν τη διεύρυνση του θεσμού και επιδιώκουν τη διευκόλυνση στη σύσταση δικηγορικής εταιρείας» ανέφερε χαρακτηριστικά. Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στην αμοιβή του δικηγόρου. Η κ. Τζάκρη υπενθύμισε ότι η ελάχιστη αμοιβή για τις αμιγώς δικαστικές πράξεις διόλου δεν καταργείται. Αντίθετα κατοχυρώνεται ρητά και προβλέπεται μάλιστα και ποινή για την περίπτωση που αυτή δεν καταβάλλεται. Η κ. Τζάκρη πρότεινε περαιτέρω την πρόβλεψη ελάχιστης αμοιβής και για τις εξωδικαστικές πράξεις, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «οι νέοι ειδικά δικηγόροι βρίσκονται ενώπιον μίας κατάστασης εκμετάλλευσης από πελάτες που ζητούν αμισθί τη συμβουλή τους κάνοντας έρευνα αγοράς. Πρέπει ο κώδικας να διαφυλάττει τον δικηγόρο και να γίνει πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι για όλες τις πράξεις που διενεργεί δικηγόρος πρέπει να υπάρχει ελάχιστη αμοιβή και να τονίζεται η υποχρέωση αυτή ακόμη πιο κατηγορηματικά απ' ό,τι γίνεται στο άρθρο 59. Ενώ λοιπόν καθορίζεται ελάχιστη αμοιβή για τις δικαστικές πράξεις, πρέπει ομοίως να προβλέπεται τέτοια για όλες τις πράξεις που διενεργεί δικηγόρος. Στην συνέχεια η κ. Τζάκρη υποστήριξε ότι πρέπει να διαφυλαχθεί ο τρόπος ποσοστιαίου υπολογισμού των κρατήσεων μέσω των γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής που προβλέπονται στο άρθρο 61 του κώδικα. Τα οριζόμενα καταστρατηγούν την ίδια την έννοια του δικηγορικού λειτουργήματος και επιβαρύνουν με την πρόβλεψη παγίου ποσού τον ήδη οικονομικά βεβαρυμμένο δικηγόρο, ανέφερε η βουλευτής. Περαιτέρω δε εξήγησε αναλυτικά γιατί η ελεύθερη συμφωνία είναι εις βάρος της δικηγορικής ιδιότητας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο δικηγόρος εργάζεται προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δεν είναι έμπορος. Επιπλέον απαξιώνεται η ίδια η νομική επιστήμη, αφού οι γνώσεις και η ικανότητα του νέου δικηγόρου γίνονται αντικείμενο συναλλαγής. Η κατάργηση της ελάχιστης αμοιβής θα αποτελέσει ένα ακόμη πλήγμα για τους νέους δικηγόρους, οι οποίοι πασχίζουν να επιβιώσουν στο χώρο, αφού με το υφιστάμενο καθεστώς υπάρχει ένα ελάχιστο ποσό αμοιβής, το οποίο εξασφαλίζει κάποια αμοιβή. Κάτι τέτοιο θα έχει ως συνέπεια "να υπάρχει ελεύθερη διαπραγμάτευση των τιμών", κάτι που δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα εξασφαλίσει ένα υγιές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Όπως τόνισε η κ. βουλευτής, «εξαρτάται πως αντιλαμβανόμαστε την ελεύθερη διαπραγμάτευση τιμών, γιατί οι τράπεζες και οι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες προβλέπεται να απασχολούν δικηγόρους για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά και οι μεγάλες δικηγορικές εταιρείες θα βρίσκουν συνεργάτες τους οποίους θα αμείβουν έναντι πινακίου φακής για να τους εξυπηρετούν για τις τρέχουσες υποθέσεις τους». Από τα άρθρα 87 επόμενα περιέχονται οι σχετικές με τους δικηγορικούς συλλόγους διατάξεις. Η κ. Τζάκρη τόνισε ότι «τα άρθρα αυτά εκμοντερνίζουν την αρμοδιότητα και το σκοπό του δικηγορικού συλλόγου ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Έτσι για παράδειγμα η πρώτη παράγραφος του άρθρου 95 περιλαμβάνει και μνεία για την ανάγκη εισαγωγής ηλεκτρονικών μεθόδων ως εργαλείων του δικηγορικού συλλόγου, καθώς και τη δημοσίευση στην οικεία ιστοσελίδα του κάθε συλλόγου του ισολογισμού και απολογισμού του. Το άρθρο 97 διευρύνει τη θητεία του προέδρου και του διοικητικού συμβουλίου σε τέσσερα χρόνια, αλλά και περιορίζει τις θητείες του Προέδρου σε δύο συνεχόμενες και των μελών των διοικητικών συμβουλίων σε τρεις συνεχόμενες. Θεωρούμε ότι η πρόβλεψη αυτή είναι προς όφελος των δικηγορικών συλλόγων αφού δίδεται η δυνατότητα από τη μια μεριά ολοκλήρωσης του έργου τους μέσα σε ένα εύλογο χρόνο και από την άλλη ενεργής συμμετοχής και εκλογής σε περισσότερα μέλη». Στα άρθρα 109 και 110 περιλαμβάνονται οι αλλαγές στις οποίες αντιτίθενται οι δικηγορικοί σύλλογοι. Πιο συγκεκριμένα προβλέπεται το λεγόμενο ενιαίο ψηφοδέλτιο υποψηφίων συμβούλων για δικηγορικούς συλλόγους που έχουν ως 1000 μέλη ή και προαιρετικά για τους υπόλοιπους. Στην πραγματικότητα διασφαλίζεται με τον τρόπο αυτό η αποφυγή κομματικών ταμπελών από τις δικηγορικές εκλογές και συνεπώς κρίνουμε, όπως ανέφερε η βουλευτής, κάτι τέτοιο ως θετικό. «Ωστόσο η ένσταση έγκειται στο γεγονός ότι ουσιαστικά με την μη ύπαρξη συνδυασμών και χωριστών ψηφοδελτίων συνδυασμών καταργείται ατύπως και η απλή αναλογική. Πρέπει λοιπόν το κοινό ψηφοδέλτιο να είναι προαιρετικό και για τους δικηγορικούς συλλόγους κάτω των χιλίων μελών», πρότεινε η κ. Τζάκρη. Περαιτέρω η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε στο άρθρο 130 στο οποίο ρητά κατοχυρώνεται ο σημαντικός ρόλος των δικηγορικών συλλόγων σε σχέση με τη διαμεσολάβηση και την προώθησή της καθώς επίσης ορίζεται και η δυνατότητα να ιδρύει κέντρα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών και στο άρθρο 131 με το οποίο θεσμοθετείται η ίδρυση μονίμων διαιτησιών σε όλους τους δικηγορικούς συλλόγους. Στην συνέχεια η κ. Τζάκρη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο Η, που περιλαμβάνει την πολύ θετική αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου, έτσι ώστε τα πειθαρχικά συμβούλια να απεξαρτώνται από τα Διοικητικά Συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων (άρθρα 146 επόμενα) και στο κεφάλαιο Θ, στο οποίο προβλέπεται η αγωγή κακοδικίας όπου συγκεκριμένα ο νεωτερισμός συνίσταται στην επιμήκυνση της παραγραφής στις αγωγές κακοδικίας σε τρία έτη έναντι της εξάμηνης παραγραφής που ισχύει σήμερα. Η κ. Τζάκρη έκλεισε την εισήγησή της λέγοντας ότι το σχέδιο του νέου κώδικα έχει κάποιες σημαντικές αστοχίες, τις οποίες αναλυτικά υπογράμμισε και τις οποίες ζήτησε από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης να διορθώσει επί τη ευκαιρία της αναμόρφωσης του «κώδικα περί δικηγόρων». Τόνισε επίσης ότι η καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης σε πολλές περιπτώσεις ισοδυναμεί πλέον με αρνησιδικία, κλονίζοντας τα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου και προκαλώντας διαρκείς καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συμφόρηση της γραμματειακής ύλης στις υπηρεσίες κατάθεσης - προσδιορισμού δικογράφων, έκδοσης πιστοποιητικών κ.λπ., καθώς και η αλόγιστη χωροταξική διασπορά των δικαστικών υπηρεσιών καθιστούν την επαφή με το δικαστικό σύστημα μία καθημερινή «Οδύσσεια», τόσο για το σύνολο των συλλειτουργών στην απονομή της Δικαιοσύνης όσο και για τους απλούς πολίτες. Η πολυνομία, η κακονομία, η στρεψονομία, έλλειψη και αδυναμία συντονισμού μεταξύ των συναρμόδιων για την επιβολή του δικαίου φορέων είναι μία διαχρονική κατάσταση η οποία συνεπάγεται την ανομία. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, όπως ανέφερε η βουλευτής, και πριν το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης καταρρεύσει ολοκληρωτικά, πρέπει να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός και ισχυρή πολιτική βούληση προς το σκοπό, μεταξύ άλλων, της ταχύτερης δυνατής υλοποίησης της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων και δυνατότητας ελέγχου της πορείας των δικογραφιών στο σύνολο των δικαστηρίων της επικράτειας, της αναμόρφωσης των Κωδίκων Δικονομίας ώστε να αποσυνδεθεί η δικαστηριακή καθημερινότητα από δυσλειτουργικές ρυθμίσεις που επιβραδύνουν την προώθηση των διαδικασιών και την έκδοση των αποφάσεων, της χωροταξικής αναδιάρθρωσης, της μηχανοργάνωσης και της ηλεκτρονικής διασύνδεσης των διοικητικών υπηρεσιών των δικαστηρίων, καθώς της διασφάλισης του θεσμού της αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων, με ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και επίτευξη διαφάνειας στη λειτουργία των οργάνων τους.

Σχόλια