Θεοδώρα Τζάκρη: Ο κ. Μητσοτάκης είναι υπεύθυνος πολιτικά και ποινικά για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων
Θεοδώρα Τζάκρη: Ο κ. Μητσοτάκης είναι υπεύθυνος πολιτικά και ποινικά για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων
Ομιλία απηύθυνε από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων η βουλευτής Πέλλας του
ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κ. Θεοδώρα Τζάκρη, κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια για τη σύσταση
Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Η κ. Τζάκρη, αφού αναφέρθηκε αρχικά στο νομικό πλαίσιο για τις υποκλοπές
τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος,
και υπενθύμισε πως συνιστούν πρωτίστως αυτοτελή εγκλήματα, (δηλαδή ποινικά
αδικήματα, στα οποία θεμελιώνεται αντίστοιχη ποινική ευθύνη και αναφέρθηκε στις
ειδικές εξαιρέσεις, τόνισε πως νόμιμη παρακολούθηση δεν είναι η νομότυπη, αυτή
δηλαδή, η οποία ταυτίζεται ανεπίτρεπτα με την ουσιαστικά ανέλεγκτη πολιτική
σκοπιμότητα.
Έπειτα η βουλευτής, αφού σημείωσε πως η εθνική ασφάλεια είναι πολύ στενότερη
από τη δημόσια τάξη και σημαίνει να τίθεται σε κίνδυνο η εσωτερική ή εξωτερική
υπόσταση του κράτους (κατασκοπεία, προετοιμασία πραξικοπήματος) και
περιέγραψε πως η κυβέρνηση την επικαλείται για να καταστρατηγήσει το δικαίωμα
στο απόρρητο των επικοινωνιών, τόνισε χαρακτηριστικά πως η πολιτική ευθύνη για
τις παρακολουθήσεις ανήκει αποκλειστικά στον πρωθυπουργό, ο οποίος έσπευσε
την επομένη των εκλογών της 7ης Ιούλιου να υπαγάγει την ΕΥΠ στην άμεση
εποπτεία του.
Στη συνέχεια, σημείωσε πως η Εξεταστική Επιτροπή θα κληθεί να διερευνήσει
ερωτήματα όπως το ποιος ζήτησε την παρακολούθηση Ανδρουλάκη και Κουκάκη
ποιοι ήταν οι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» που την επέτρεψαν, σε ποιες συγκεκριμένες
περιπτώσεις πολιτικών και άλλων προσώπων έχουν υπάρξει παρακολουθήσεις με τη
χρήση κακόβουλου λογισμικού και για ποιο χρονικό διάστημα, ποιοι χρησιμοποίησαν
το κακόβουλο λογισμικό predator στην ελληνική επικράτεια και ποιες οι σχέσεις
αυτών με πολιτικά πρόσωπα και δημόσιους λειτουργούς, αν συνεχίζει να υπάρχει
στην κατοχή και ποιων το περιεχόμενο των υποκλοπών της ΕΥΠ, πόσοι ακόμη
χιλιάδες παρακολουθούνταν και άλλα κρίσιμα ερωτήματα.
Κλείνοντας η κ. Τζάκρη δήλωσε βέβαιη πως, παρά την προσπάθεια συγκάλυψης του
σκανδάλου από την κυβέρνηση, η Εξεταστική Επιτροπή θα αναδείξει με
μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα όλες τις πτυχές της σκοτεινής αυτής υπόθεσης.
Ακολουθεί το πήρες κείμενο της ομιλίας της βουλευτή:
“Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές
Από το νομικό πλαίσιο (άρθρο 9- 9 Α και 19 του Συντάγματος και των άρθρων 3-4&
5 του ν. 2225/1994 όπως ισχύει σήμερα) οι υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών
κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 του Συντ, είτε με συμβατικές, είτε με εξελιγμένες
τεχνικές μεθόδους, είτε με τη σατανική σύμπτωση και των δύο, συνιστούν πρωτίστως
αυτοτελή εγκλήματα, (δηλαδή ποινικά αδικήματα, στα οποία θεμελιώνεται αντίστοιχη
ποινική ευθύνη, με τις διαβαθμίσεις τους, ανάλογα με τον τρόπο συμμετοχής του δράστη
στην τέλεση αυτών(φυσικός αυτουργός, ηθικός αυτουργός, συνεργός).
Συγκεκριμένα πρόκειται για τα εγκλήματα αφενός της παραβίασης του τηλεφωνικού
απορρήτου που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος από τη
διάταξη του άρθρου 370 Α του ΠΚ και του κακουργήματος της παραβίασης
προσωπικών δεδομένων που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του
άρθρου 38 του ως άνω Ν. 4624/2019 (που διατήρησε όπως προαναφέρθηκε το
κεκτημένο που είχε δημιουργηθεί με τον Ν.2472/1997) με την οποία τυποποιούνται σε
αυτοτελή ποινικά αδικήματα διακεκριμένης μορφής (κακουργήματα).
Κρίσιμο λοιπόν στοιχείο για την παραβίαση του προβλεπόμενου στο άρθρο 19 παρ.1
του Συντάγματος δικαιώματος απορρήτου της επικοινωνίας και εντεύθεν της
τέλεσης ή όχι των προαναφερόμενων εγκλημάτων είναι η νομιμότητα της
παραβίασης αυτής, που κατ’ εξαίρεση υφίσταται όταν συντρέχουν λόγοι «εθνικής
ασφάλειας», δηλαδή, προστασίας της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους ή η
ανάγκη «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», που απαριθμούνται στον
νόμο με τον οποίο εξειδικεύεται η συνταγματική επιταγή. Και όσον αφορά την εθνική
ασφάλεια πρέπει να περιορίζεται εννοιολογικά, υπό μία συσταλτική προσέγγιση, σε
ζητήματα που αφορούν την απειλή κατά του κράτους από εξωτερικούς εχθρούς, την
κατασκοπεία και τη διεθνή τρομοκρατία, ώστε η επίκληση αυτής ως λόγου άρσης του
απορρήτου των επικοινωνιών να μην εγκυμονεί τον κίνδυνο καταστρατήγησης του
σχετικού δικαιώματος, καθιστώντας δυνατό τον έλεγχο της νομιμότητας της άρσης,
χωρίς να τον περιορίζει στο ολισθηρό πεδίο της πολιτικής ευθύνης, που αποτελεί την
πιο ασαφή μορφή υπαιτιότητας που προσλαμβάνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τη
συγκυρία, την ταυτότητα και το συμφέρον του καθενός.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν νόμιμη παρακολούθηση δεν είναι η νομότυπη,
αυτή δηλαδή, η οποία ταυτίζεται ανεπίτρεπτα με την ουσιαστικά ανέλεγκτη πολιτική
σκοπιμότητα, με την επίκληση ότι υπήρξε δηλαδή η τυπική εφαρμογή της διαδικασίας
άρσης του απορρήτου, ότι η αρμόδια δημόσια αρχή αιτήθηκε την άρση και ο
αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός παρέσχε τη σχετική έγκριση.
Η τυπικότητα αυτή δεν ισοδυναμεί δίχως άλλο με τη νομιμότητά της παρακολούθησης,
αφού αυτή συναρτάται με μια σειρά ουσιαστικών όρων και προϋποθέσεων του νόμου,
τη συνδρομή των οποίων οφείλει να εκτιμήσει προσηκόντως, όχι τόσο η υπηρεσία που
ζητά την παρακολούθηση, όσο η εισαγγελική αρχή που εγκρίνει τη διενέργειά της. Αν οι
όροι αυτοί και οι προϋποθέσεις έχουν παραβιαστεί τότε η εισαγγελική εντολή δεν είναι
νόμιμη.
Η νομιμότητα λοιπόν περιλαμβάνει εκτός από τη συνταγματικότητα και την
αναλογικότητα, και τις λοιπές παραμέτρους που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου
5 του Ν. 2225/1994, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, μεταξύ των οποίων ο
σκοπός της επιβολής της άρσης, δηλαδή η ύπαρξη λόγων εθνικής ασφάλειας. Μόνο
εφόσον ικανοποιούνται οι όροι αυτοί μπορεί να γίνει λόγος για νομιμότητα της
παρακολούθησης.
Επιπλέον, οι βουλευτές, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, λόγω του βουλευτικού
απορρήτου του άρθρου 61 παρ. 3 του Συντάγματος έχουν πρόσθετες εγγυήσεις για την
προστασία του απόρρητου των επικοινωνιών τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να
αρθεί το απόρρητο αυτό (έχει ήδη συμβεί με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής) αλλά θα
πρέπει αυτό να γίνεται σύμφωνα με το νόμο, είτε για διακρίβωση εξαιρετικά σοβαρών
ποινικών εγκλημάτων (όπως στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής) ή για σοβαρό λόγο
εθνικής ασφάλειας. Η εθνική ασφάλεια είναι πολύ στενότερη από τη δημόσια τάξη,
σημαίνει να τίθεται σε κίνδυνο η εσωτερική ή εξωτερική υπόσταση του κράτους
(κατασκοπεία, προετοιμασία πραξικοπήματος). Και, φυσικά, ως εθνική ασφάλεια
νοείται αυτή της δικής μας χώρας, όχι επειδή το ζήτησαν, τάχα, ξένες μυστικές
υπηρεσίες.
Στις ελεγχόμενες στην προκειμένη περίπτωση παρακολουθήσεις είναι προφανές ότι
η πολιτική ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στον πρωθυπουργό, ο οποίος έσπευσε την
επομένη των εκλογών της 7 ης Ιούλιου να υπαγάγει την ΕΥΠ στην άμεση εποπτεία του.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 21 του Ν.4622/2019 με τον τίτλο «ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ»
συστήθηκε αυτοτελής επιτελική δημόσια υπηρεσία με την ονομασία ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ υπαγόμενη κατευθείαν στον πρωθυπουργό ως διοικητικό της
προϊστάμενο, στην οποία υπήχθη και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.).
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 11 του ίδιου παραπάνω νόμου:1.Ο
Πρωθυπουργός ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες: (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ) και
εποπτεύει για την εφαρμογή της νομοθεσίας από τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα
και για τη λειτουργία τους προς το συμφέρον του Κράτους και των πολιτών,(ζ) και
(θ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο Πρωθυπουργός, ως διοικητικός
εποπτεύων την ΕΥΠ, υπερκείμενος του Διοικητή της, ακόμη και από την εκδοχή
ότι δεν γνώριζε, όπως ισχυρίστηκε, για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη,
δηλαδή βουλευτή/ευρωβουλευτή και πολιτικού αρχηγού, ελέγχεται για αδίκημα που
τελέστηκε με παράλειψη λήψης προσηκόντων μέτρων αποτροπής παράνομων
ενεργειών. Αφού όμως γνώριζε, όπως είναι βέβαιο ότι θα αποδειχθεί, εφόσον ο ίδιος
ως πολιτικός και διοικητικός Προϊστάμενος της ΕΥΠ έδωσε την εντολή γι’ αυτές
τις παρακολουθήσεις, η ποινική του ευθύνη θεμελιώνεται ακριβώς στην ιδιότητά του
ως πολιτικού και διοικητικού προϊσταμένου της ΕΥΠ.
Στο πλαίσιο λοιπόν του ελέγχου της νομιμότητας της διάταξης για την άρση του
απορρήτου, εκτός από τους επαρκείς λόγους εθνικής ασφάλειας που πρέπει να
συντρέχουν (άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος), είναι αναγκαίο, εφόσον η άρση
αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, να συνεκτιμηθεί και η θεσμική πολιτική ιδιότητα
του τελευταίου, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας,
Η έλλειψη των ως άνω προϋποθέσεων για την παραβίαση της διάταξης του άρθρου
19 παρ.1 του Συντάγματος, κατά τα προαναφερόμενα, καθιστά μη νόμιμη την άρση
του απορρήτου και θεμελιώνει ποινική ευθύνη, ως προς την οποία ισχύουν
λεπτομερειακές συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν αποκλίσεις σε σχέση με τα
γενικώς ισχύοντα κατά την ποινική νομοθεσία.
Συντρέχει επομένως ανάγκη να κινηθεί και να ασκηθεί ουσιαστικά και ο
κοινοβουλευτικός έλεγχος με πρώτο βήμα τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής όσον
αφορά τους εμπλεκόμενους που υπόκεινται στην κοινοβουλευτική διαδικασία κατ’
άρθρο 86 του Συντάγματος, κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος και 144 παρ. 5
εδ. β’ και επόμενα του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων, “για να διερευνήσει
άμεσα και να διαλευκάνει πλήρως τις υποθέσεις των επίμαχων παρακολουθήσεων
προκειμένου να αποδοθούν πολιτικές και ποινικές ευθύνες και να διερευνηθούν
συγκεκριμένα ερωτήματα:
1. Ποιος ζήτησε την παρακολούθηση των Ανδρουλάκη και Κουκάκη ποιοι ήταν
οι λόγοι «εθνικής ασφάλειας και σε ποια τεκμηρίωση στηρίχθηκαν»;
2. Ήταν ελεγχόμενοι για κατασκοπεία ή τρομοκρατία ή επιβουλή κατά του
πολιτεύματος και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας; Υπήρχαν δηλαδή λόγοι
εθνικής ασφαλείας ώστε να νομιμοποιηθεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών
τους;
3. Σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις πολιτικών και άλλων προσώπων έχουν
υπάρξει παρακολουθήσεις με τη χρήση κακόβουλου λογισμικού και για ποιο χρονικό
διάστημα;
4. Ποιοι χρησιμοποίησαν το κακόβουλο λογισμικό predator στην ελληνική επικράτεια
και ποιες οι σχέσεις αυτών με πολιτικά πρόσωπα και δημόσιους λειτουργούς;
5.Υπάρχει στην κατοχή και ποιων το περιεχόμενο των υποκλοπών της ΕΥΠ;
Ακολουθήθηκε η στο νόμο προβλεπόμενη διαδικασία γνωστοποιήσεων των σχετικών
εισαγγελικών διατάξεων; Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν.2225/1994 πρέπει να
ενημερώνονται και οι αρχηγοί όλων των κομμάτων.
6. Συντάχθηκαν από την ΑΑΔΕ οι προβλεπόμενες εκθέσεις και σε ποιους
κοινοποιήθηκαν; Σε ποιες υπηρεσίες, οργανικές μονάδες και πρόσωπα
γνωστοποιήθηκαν τα αρχεία που δημιουργήθηκαν από τις παρακολουθήσεις αυτές ;
7.Ποια είναι η τελική έκταση του φαινομένου ( δηλαδή πόσοι ακόμη
παρακολουθούνταν;) Και αναφέρομαι στις υπόλοιπες 15.000 υποθέσεις
παρακολουθήσεων με την ίδια διαδικασία, που μπορεί να αφορούν πολύ
περισσότερα άτομα, ίσως και 50.000, όπως αναφέρθηκε αορίστως.
8.Πως τεκμηριώνεται η ηθική αυτουργία των πολιτικών προσώπων. Τι σημαίνει η
φράση του πρωθυπουργού ότι δεν θα επέτρεπε παρακολούθηση αν και ήταν νόμιμη;
Και μια υπόθεση: Μετά από όσα έγιναν θέλω να πιστεύω ότι αν γυρνούσαμε το χρόνο
πίσω σε εκείνη τη Δευτέρα, στην επομένη των εκλογών που ο κ Μητσοτάκης μετέφερε
δια μιας την αρμοδιότητα της ΕΥΠ στο Μαξίμου, προφανώς και δεν θα το ξανάκανε.
Θα άφηνε την ευθύνη της ΕΥΠ στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Υπάρχει έστω
και η ελάχιστη αμφιβολία ότι, μετά από όλα όσα αποκαλύφθηκαν, ο Υπουργός αυτός
δεν θα είχε ήδη δει την πόρτα της εξόδου; Τελικά η ανάληψη της ευθύνης της ΕΥΠ
από το Μαξίμου σήμαινε τελικώς αναβάθμιση της ευθύνης ή εξαφάνιση της ευθύνης;
Ποινική ευθύνη ο Κοντολέων και πολιτική ευθύνη ο Δημητριάδης και τελειώσαμε;
Είστε πολύ γελασμένοι αν πιστεύετε κάτι τέτοιο.
Κυρίες και Κύριοι βουλευτές,
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι στο πλαίσιο της εξεταστικής που ζητούμε να συσταθεί
η κυβέρνηση θα επιχειρήσει την απόλυτη συγκάλυψη των παρακολουθήσεων και των
εκβιασμών με «επιχειρήματα» του τύπου:
Ο ίδιος δεν ήξερε (Το «δεν ήξερε» δεν το λένε στα καφενεία ούτε οι
νεοδημοκράτες, τους φαίνεται κι αυτούς γελοίο).
Υπάρχει παγκόσμια συνομωσία.
Ανέκαθεν(από την εποχή του Καποδίστρια όπως συνηθίζω να λέω), τα ίδια
γινόταν
Συμβαίνει και εις τας καλυτέρας των οικογενειών ( σε όλη την Ευρώπη
υπάρχουν κρυφακούληδες)
Μας έφαγε η τόσο εξυμνηθείσα τεχνολογία.
Παρήλθαν όμως ανεπιστρεπτί οι καιροί της απόσεισης κάθε ευθύνης με τέτοιου είδους
επιχειρήματα, σαν τα παραπάνω.
Σας δηλώνουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι και θα το πράξουμε να φτάσουμε όχι μόνο
στην σύσταση εξεταστικής επιτροπής, στο πλαίσιο της οποίας θα αναδείξουμε με
μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα όλες τις πτυχές της σκοτεινής αυτής υπόθεσης,
που θα αναδείξει την πολιτική ευθύνη, όχι περιορίζομενη όπως την αντιλαμβάνεστε
εσείς μέχρι τον κ. Κοντολέοντα και τον κ. Δημητριάδη, αλλά μέχρι εκεί που αναλογεί
και ανήκει, δηλαδή μέχρι τον κ. Μητσοτάκη που είναι ο πραγματικός υπεύθυνος και
υπαίτιος του πρωτοφανούς αυτού σκανδάλου που έχει ξεπεράσει τα όρια της ελληνικής
επικράτειας και έχει εξάψει το διεθνές και το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, μειώνοντας το
κύρος της χώρας μας για τις μεθοδεύσεις που μετέρχεται η κυβέρνηση στην
καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών».