Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας – Σημαντικά βήματα στην Ελλάδα για την εξάλειψή της
Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας – Σημαντικά βήματα στην Ελλάδα για την εξάλειψή της
Η Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας (28 Ιουλίου), βρίσκει την Ελλάδα να έχει δρομολογήσει με αξιώσεις την επίτευξη του στόχου για εξάλειψη της ηπατίτιδας C έως το 2030. Η πρόσφατη συμφωνία με τον ΕΟΠΥΥ για παροχή αποτελεσματικών καινοτόμων φαρμάκων κατά της νόσου σε χαμηλές τιμές, οδηγεί σε πενταπλασιασμό των ασθενών οι οποίοι δικαιούνται πλέον κάλυψη από τον Οργανισμό.
Η εξέλιξη αυτή διαμορφώνει νέες, πιο αισιόδοξες προοπτικές και αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη στη δημόσια υγεία, αλλά και στα δημόσια οικονομικά, καθώς η χρόνια ιογενής ηπατίτιδα C είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ιατρικής φροντίδας στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ο επιπολασμός της ηπατίτιδας C στην Ελλάδα ανέρχεται στο 1,16% του πληθυσμού. Αφορά, δηλαδή, ΠΟΥ 133.000 άτομα, εκ των οποίων το ένα τρίτο βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ίνωσης1. Οι οικονομολόγοι της Υγείας επισημαίνουν πως στα πρώτα στάδια της ηπατικής βλάβης, το ετήσιο κόστος ανά ασθενή είναι 642,71 ευρώ. Το ποσό εκτοξεύεται στα 5.934 ευρώ όταν οι ασθενείς έχουν υποστεί κίρρωση, στα 21.890 ευρώ όταν εκδηλώσουν ηπατοκυτταρικό καρκίνο και στα 35.051 ευρώ όταν υποβάλλονται σε μεταμόσχευση ήπατος.
Οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει έναντι του ΠΟΥ την υποχρέωση να εξαλείψουν την ηπατίτιδα C έως το 2030. Για να επιτευχθεί ο φιλόδοξος αυτός στόχος, απαιτείται να θεραπευθούν 86.500 ασθενείς μέχρι το 20303. Η υλοποίηση του σχεδιασμού, θα οδηγήσει σε μείωση κατά περίπου 81,5% του αριθμού των ασθενών με κίρρωση (αντιρροπούμενη και μη) και ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Μέχρι τώρα, ο ΕΟΠΥΥ αποζημίωνε μόνο ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο. Η διεύρυνση των δικαιούχων κάλυψης μέσω της διεύρυνσης των κριτηρίων πρόσβασης επιφέρει ένα αξιοσημείωτο όφελος για ασθενείς και Πολιτεία: αυξάνεται ο αριθμός των θεραπευόμενων και μειώνονται οι δαπάνες που απαιτούνται για την παροχή φροντίδας στους ασθενείς που βρίσκονται σε προχωρημένα στάδια της νόσου.
Η MSD υποστηρίζει κάθε προσπάθεια για περαιτέρω επέκταση των κριτηρίων κάλυψης, τη διάγνωση νέων ασθενών έτσι ώστε να θεραπευθούν περισσότεροι ασθενείς, με τελικό στόχο την πλήρη εξάλειψη της νόσου (elimination).
«Η εξάλειψη της νόσου της ηπατίτιδας C αποτελεί παγκόσμια δέσμευση της MSD. Στο πλαίσιο της δέσμευσης αυτής, συμμετείχαμε στην πρόσφατη διαδικασία της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης του ΕΟΠΥΥ για την παροχή της καινοτόμου θεραπείας μας σε όλους τους Έλληνες ασθενείς που νοσούν από την ασθένεια αυτή. Τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται μετά την επιτυχία της διαδικασίας, δίνουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις καινοτόμες θεραπείες πενταπλάσιου αριθμού ασθενών σε σχέση με το παρελθόν, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στον εθνικό στόχο για την εξάλειψη της νόσου. Παράλληλα, δημιουργούνται και νέα δεδομένα αναφορικά με την ενσωμάτωση καινοτόμων θεραπειών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας με βιώσιμο τρόπο, γεγονός που αποτελεί οδηγό για την αξιοποίηση της φαρμακευτικής καινοτομίας και στο μέλλον», αναφέρει ο Αντώνης Καρόκης, διευθυντής Εταιρικών Υποθέσεων της MSD Ελλάδας.
Η MSD έχει μια κληρονομιά 30 ετών στην μάχη για την ανακάλυψη καινοτόμων θεραπειών για την ηπατίτιδα C. Μέσα από ένα ευρύ πρόγραμμα που περιλαμβάνει περισσότερες από 135 κλινικές μελέτες, σε περίπου 40 χώρες, με πάνω από 10.000 συμμετέχοντες, στηρίζει τα σχέδια των συστημάτων Υγείας για εξάλειψη της νόσου στην Ελλάδα και διεθνώς.
Επιδημιολογία
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ιογενής ηπατίτιδα είναι μια από τις κορυφαίες λοιμώδεις αιτίες θανάτου παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι 130-150 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τον ιό σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ιός μεταδίδεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες) και σπάνια από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί της.
Η μετάδοσή της μέσω μετάγγισης αίματος, μειώθηκε σημαντικά μετά το 1980, αλλά από τη δεκαετία του '70 καταγράφεται μία θεαματική αύξηση νέων κρουσμάτων μέσω της χρήσης ενδοφλέβιων ουσιών.
Οι ειδικοί του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ) σημειώνουν πως το ποσοστό της λοίμωξης μεταξύ των ατόμων που κάνουν ενδοφλέβια χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι πολύ υψηλό (περίπου 70%).
Από τους μολυνθέντες, το 75% έως 85% θα παραμείνουν χρόνιοι φορείς της νόσου, το 10% έως 20% θα αναπτύξουν κίρρωση σε 20 έως 30 έτη και το 1% έως 5% θα παρουσιάσουν ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που παρατηρείται στην Ελλάδα είναι ο μεγάλος αριθμός των ασθενών που παραμένουν αδιάγνωστοι, με το ποσοστό διάγνωσης να βρίσκεται μόλις στο 19,2%.
Πηγή: thestival.gr