«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο…»
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο…»
24 Οκτωβρίου 1963 - 24 Οκτωβρίου 2013!
50 χρόνια συμπληρώνονται, σαν σήμερα, από την ημέρα εκείνη που η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «την έξοχη λυρική γραφή του, που αντλεί την έμπνευσή της από μια βαθιά αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό». Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το παγκοσμίως ανώτερο βραβείο πνευματικής προσφοράς, ακολούθησε το 1979 μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης .Η επίσημη τελετή έγινε ενάμιση μήνα αργότερα στις 10 Δεκεμβρίου 1963
Η ομιλία του Γεώργιου Σεφέρη κατά την απονομή του !
" Tούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα –πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
Η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του γνωστού ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη γράφει σε κείμενο της ( Ο ποιητής μου φορούσε κίτρινα παπούτσια ) την πικρία του Σεφέρη μετά την απονομή του βραβείου του. Σχετικό απόσπασμα αναφέρει:
«…Γυρίζουν και πάω να τους δω. Μου δείχνουν το μετάλλιο του Νομπέλ ολόχρυσο και μεγάλο σαν πιατάκι του καφέ και πολλές φωτογραφίες. Μιλούν και οι δυο μαζί για τη θερμή υποδοχή των Σουηδών, για την παιδική χορωδία που τους είπε «καλημέρα» το πρωί της απονομής, για τη συγκινητική μεγαλοπρέπεια της τελετής, αλλά και για την πρωτοφανή αγνόηση της βράβευσης από το ελληνικό κράτος. Κανείς στο σπίτι, στην απονομή του βραβείου, στο αεροδρόμιο. «Μα καλά δεν κατάλαβαν καθόλου ότι στο πρόσωπό μου βραβευόταν η Ελλάδα;» αναρωτιέται. (Τι να πω, ότι εκτός από αδαείς περί την τέχνην είναι και κόπανοι ως πολιτικοί;) Σκέψου ότι ακούστηκε και αυτό: «Ότι οι Σουηδοί μου έδωσαν το Νομπέλ επειδή πούλησα την Κύπρο στους Εγγλέζους!». Πρώτη φορά τον βλέπω να μιλάει τόσο ζωηρά με πικρία, απορία, αγανάκτηση και αηδία.
Έτσι ο λόγος του Χέντερλιν «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό;» βρήκε επιτέλους το αληθινό του νόημα: Δεν χρειάζονται....»